- καταπνοή
- καταπνοή, ἡ (Α) [καταπνέω]το φύσημα («ἀνέμων καταπνοά», Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπνοῇ — καταπνοή blowing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνοαί — καταπνοή blowing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνοήν — καταπνοή blowing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)